- λειόφλοιος
- -α, -ο (Α λειόφλοιος, -ον)αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί-φλοιος, τανύ-φλοιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειοφλοιότερον — λειόφλοιος smooth barked adverbial comp λειόφλοιος smooth barked masc acc comp sg λειόφλοιος smooth barked neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειόφλοιον — λειόφλοιος smooth barked masc/fem acc sg λειόφλοιος smooth barked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοφλοιότερα — λειόφλοιος smooth barked neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειόφλοια — λειόφλοιος smooth barked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
ՈՂՈՐԿԱԿԵՂԵՒ — ( ) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Early classical ա. λειόφλοιος cujus laevis est cortex. Որոյ կեղեւն է ողորկ. ... *Կէսքն (ի ծառոց) ողորկակեղեւք են, եւ կէսքն զկերպարանս քոսոցն ունին խոժոռն խոշորութեամբ. Վեցօր. ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)